- τρέμω
- τρέμω βλ. πίν. 1
(μόνο στον ενεστ. και παρατατ.)
——————Σημειώσεις:τρέμω : με τη σημασία → αυτός που τρέμει απαντάται η μτχ. τρεμάμενος.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
τρέμω — tremble pres subj act 1st sg τρέμω tremble pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρέμω — ΝΜΑ 1. ταράζομαι από αλλεπάλληλες κινήσεις, σείομαι (α. «έτρεμε ο τόπος από τον σεισμό» β. «τρέμει ή φωνή», Αριστοτ.) 2. παθαίνω τρεμούλα από αδυναμία, από κρύο ή από πυρετό (α. «έτρεμε σαν το ψάρι» β. «ἡ δὲ γυνὴ φοβηθεῑσα καὶ τρέμουσα», ΚΔ) 3.… … Dictionary of Greek
τρέμω — 1. αμτβ., ταράζομαι από αλλεπάλληλες μικρές κινήσεις, τουρτουρίζω, ανατριχιάζω: Τρέμουν τα χέρια του. – Τρέμει, όταν αηδιάζει. 2. ταράζομαι από φόβο, δειλιάζω: Τρέμω, όταν συλλογίζομαι το θάνατο. 3. αγωνιώ, ανησυχώ: Τρέμει για την υγεία του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρέμον — τρέμω tremble pres part act masc voc sg τρέμω tremble pres part act neut nom/voc/acc sg τρέμω tremble imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) τρέμω tremble imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρέμετε — τρέμω tremble pres imperat act 2nd pl τρέμω tremble pres ind act 2nd pl τρέμω tremble imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρέμῃ — τρέμω tremble pres subj mp 2nd sg τρέμω tremble pres ind mp 2nd sg τρέμω tremble pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλαφροτρέμω — τρέμω ελαφρά, λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλαφρο * + τρέμω] … Dictionary of Greek
τρεμόντων — τρέμω tremble pres part act masc/neut gen pl τρέμω tremble pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρέμε — τρέμω tremble pres imperat act 2nd sg τρέμω tremble imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρέμει — τρέμω tremble pres ind mp 2nd sg τρέμω tremble pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)